ΤΟΥ ΝΤΙΝΟΥ ΣΙΩΤΗ
Τα χρόνια εκείνα όλο το νησί γιόρταζε τον Δεκαπενταύγουστο. Όλα τα χωριά άδειαζαν και κατέβαιναν οι χωριανοί με τα μουλάρια και τα γαϊδούρια τους στη Χώρα της Τήνου για το πανηγύρι. Όσοι έμεναν στα χωριά τους ήταν γιατί υπήρχε εκκλησία ή ξωκλήσι με το όνομα της Παναγίας και θα το λειτουργούσαν, ενώ θα ακολουθούσε και το αναμενόμενο πανηγυράκι με τα απαραίτητα ταπεινά κεράσματα και ίσως και γλέντι με βιολιά, τσαμπούνες και νταούλια.
Το λιμάνι στις 15 Αυγούστου ήταν γεμάτο βαπόρια, άλλα είχαν πλευρίσει, άλλα στη μέση του λιμανιού, όλα σημαιοστολισμένα κι έτοιμα να αρχίζουν να σφυρίζουν τα φουγάρα τους όταν θα ερχόταν η ώρα. Έξω απ’ το λιμάνι το καταδρομικό «Έλλη», είχε ρίξει άγκυρα εκεί που είχαν βυθίσει οι Ιταλοί το άλλο «Έλλη», τον Δεκαπενταύγουστο του 1940. Εκεί θα πήγαιναν οι επίσημοι με ατμάκατο, μετά τη λιτανεία της εικόνας της Παναγίας, να ρίξουν στεφάνι εις μνήμην των πεσόντων.
Μια μεγάλη βοή από τα πλήθη των προσκυνητών απλωνόταν στον προαύλιο χώρο της Παναγίας, λες και άνοιγαν οι στρόφιγγες του πόνου των πιστών και απελευθέρωναν από μέσα τους ό,τι τους βασάνιζε και τους πονούσε. Το σπίτι μας είχε γίνει κέντρο διερχομένων. Θείοι, θείες, ξαδέρφια, παππούς, γιαγιά, άλλοι μακρινοί ή κοντινοί συγγενείς απ’ τα χωριά κι απ’ την Αθήνα, ήταν το προσάναμμα που θα άναβε τη μεγάλη φωτιά την ώρα της λιτανείας. Η Χώρα τότε είχε δεν είχε τρεις το πολύ χιλιάδες κατοίκους μα τον Δεκαπενταύγουστο πού βρίσκονταν χώρος για άλλες πέντε χιλιάδες κόσμου; Κόσμος παντού. Τα δυο τρία ξενοδοχεία υπερπλήρη. Σπίτια που νοίκιαζαν δωμάτια είχαν εκχωρήσει και τα μπαλκόνια και τις ταράτσες τους.
Στα προαύλια της Παναγίας είχαν απλώσει κουβέρτες και χράμια και κοιμόντουσαν στα μάρμαρα. Κατασκήνωση είχαν γίνει και τα δύο δημοτικά σχολεία και το γυμνάσιο και το περιβόλι της Παναγίας και η περιοχή Πευκάκια πίσω απ’ την εκκλησία. Μόνο μέσα στο νεκροταφείο δεν είχαν μπει οι προσκυνητές που δεν είχαν πού να μείνουν. Χαμός. Οι πέντε έξη ταβέρνες και τα δυο τρία εστιατόρια δεν είχαν αρκετές μερίδες για να ταΐσουν όλο τον κόσμο, ενώ οι φούρνοι έψηναν ολημερίς ταψιά με τις πατάτες με κρέας, τα παστίτσια και τα γεμιστά.
Στον παλιό δρόμο για την Παναγία γινόταν το μεγαλύτερο, πλουσιότερο, συναρπαστικότερο και πιο αξιοπερίεργο και πολύχρωμο παζάρι. Είχαν έρθει απ’ όλες τις γωνιές της Ελλάδας έμποροι, πραματευτάδες, χειροτέχνες, γανωτζήδες, γύφτοι, παπλωματάδες, αγγειοπλάστες, λούστροι, ακονιστές ψαλιδιών και μαχαιριών, μικροπωλητές, σαλτιμπάγκοι, έστηναν την πραμάτεια τους σε μικρά τραπεζάκια και πάγκους δεξιά κι αριστερά κατά μήκος του δρόμου κι έβρισκες να αγοράσεις ό,τι ποθούσε η μη καταναλωτική ψυχή σου: τσατσάρες, ξυραφάκια, λιβάνι, παντόφλες, ρούχα, στάμνες, καλαθάκια, φυσαρμόνικες, υαλικά, κουζινικά, κολόνιες, αρώματα, πετσέτες, φλιτζάνια.
Στο λιμάνι γυρόφερναν μουζικάντηδες, λατερνατζήδες, παγωτατζήδες. Πιο πέρα, στο Πολυμέρειο, εκεί που είναι σήμερα το Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού, είχε στηθεί μια μεγάλη σκηνή με λοταρίες, σκοποβολή με πλούσια δώρα, ρουλέτες, μαλλί της γριάς και ταχυδακτυλουργούς. Το βράδυ άναβαν οι ασετιλίνες και τα λουξ αναδίδοντας ένα αστρικό φως.
Τι συρφετός, τι κοσμοσυρροή, τι πολύχρωμο και πολύβουο πανηγύρι. Τα μάτια, η μύτη, η γλώσσα, τα αυτιά, όλες οι αισθήσεις ενός παιδιού σε διαρκή συναγερμό δεν προλάβαιναν να απορροφήσουν όλες εκείνες τις εξαίσιες μυρωδιές και τα ακούσματα που ταλαντεύονταν πάνω απ’ τη Χώρα. Όλες μαζί οι αισθήσεις έφτιαχναν μια αλυσίδα που έμελλε να χωνιάσει και να βιωθεί μέσα μου: η ταλαιπωρημένη μάνα με το άρρωστο παιδί, το παράλυτο κοριτσάκι, το μουγγό αγοράκι, η επιληπτική κοπέλα, ο τρελός από την Κρήτη, η γιαγιά με το αόμματο εγγονάκι, ένας μεσήλικας με δίχως πόδια που πουλούσε κεριά και λαμπάδες, μια άλλη κυρία με δίχως χέρια που πουλούσε μπουκαλάκια για τον αγιασμό, ένας σε αναπηρικό καροτσάκι που πουλούσε χαλβαδόπιτες. Και πολλοί ζητιάνοι που ζητιάνευαν δεκάρες. Όλοι περίμεναν το θαύμα. Και απέναντι ο δεσπότης με τα χρυσά άμφια — η κακομοιριά, η μιζέρια και η δυστυχία απ’ τη μια, η θρησκευτική μεγαλοπρέπεια απ’ την άλλη…
Αυτά τότε, αρχές δεκαετίας του ’50. Γιατί σήμερα τίποτε δεν θυμίζει εκείνον τον Δεκαπενταύγουστο, παρεκτός των χρυσών αμφίων των ιεραρχών. Τότε υπήρχε φτώχεια και δυσκολίες, αλλά υπήρχε και μια ανεμελιά, μια απλότητα, μια αθωότητα, μια αρχοντιά και μια αξιοπρέπεια που δύσκολα την βρίσκεις σήμερα στα τουριστικά πλήθη. Υπήρχε μια κατανυχτικότητα, μια ταπεινότητα και μια ευλάβεια εκ μέρους των προσκυνητών.
Δεκαπενταύγουστος σήμερα σημαίνει προσκυνητές που διεκπεραιώνουν τάματα, ξεσάλωμα σε beach bar, ευ ζην, ακριβά εστιατόρια, αρπακτικότητα, νυχτερινή ζωή. Η Παναγία να βάλει το χέρι της και να κάνει το θαύμα της να ξαναβρεί η Τήνος (και η Ελλάδα) λίγη απ’ την χαμένη της αξιοπρέπεια…