ΠΗΓΗ – www.vakxikon.gr
Καλοκαίρι, λοιπόν, για μένα, σημαίνει… Τήνος…
…Και πριν απ’ όλα, το φτάσιμο. Εκείνη η μαγική στιγμή, που μετά απ’ το πολύωρο ταξίδι το αυτοκίνητό μας σφυρίζει σταματώντας έξω απ’ την αγαπημένη αυλή, με την κληματαριά, τον κατακόκκινο ιβίσκο, το μυρωμένο γιασεμί και τους σγουρούς βασιλικούς. Όταν τα χρώματα και τα αρώματα σμίγουν με τις φωνές των παιδιών μου -«Ήρθαμε!» – κι οι αγκαλιές ανοίγουν διάπλατα να μας υποδεχτούν, και το χαμόγελο του πατέρα μου πλαταίνει ως τα μάτια, και τα μάτια της μάνας μου, νοτισμένα, με ψάχνουν, για να βεβαιωθούν πως, ναι, είμαι καλά…
…Κι οι ακρογιαλιές μου, εκεί, να με προσμένουν ανυπόμονες, απ’ το επόμενο πρωί. Φυσάει στο νησί συχνά, μα τα Τσαμπιά κι ο Άγιος Μάρκος δεν τον φοβούνται τον ζωογόνο μας βοριά. Βουτούν τα παιδιά απ’ τον βράχο, τα σώματά τους γράφουν τροχιές χαράς στο φως. Και μια αγκαλιά στηρίζει την πλάτη μου, που παραδίνεται στον ήλιο.
Είναι κι η Κολυμπήθρα, με τη χρυσή της αμμουδιά∙ ένας μικρός κόρφος η κοσμική της παραλία, μια πλατιά, ήσυχη αγκάλη η απέναντι, γαλανά νερά, πεντακάθαρα, για την απανεμιά. Κρύβω απ’ τον ήλιο τα μάτια, ξαπλωμένη στο θαλάσσιο στρώμα, κι η κορούλα μου μού κάνει μασάζ στα πόδια, σε τούτο το δικό μας κέντρο ευεξίας. Κι η ευτυχία είναι θαλάσσια αύρα, και παφλασμός από ένα τοσοδούλικο κυματάκι, που σιγοτραγουδά.
Είναι κι ο δικός μου Άγιος Φωκάς. Δεμένος με την παιδική μου ακόμα ηλικία, όταν βαδίζαμε για μπάνιο ως εκεί, με τις θείες να με κρατάνε απ’ το χέρι. Πλατιά αμμουδιά και απογευματινή πεζοπορία, με θέα τα όνειρα. Και το Σκυλαντάρ, με τα δροσερά του αρμυρίκια και τα ήμερα νερά, κι ο Άγιος Σώστης, που ευλογεί τις βουτιές μας, κι ο εκλεκτός της καρδιάς μου, ο Άγιος Ρωμανός, να μαζεύουμε λεία, λεπτά βοτσαλάκια, για να σμίξουν με τα κοχυλάκια απ’ τα Τσαμπιά στο καλοκαιρινό κολλάζ των μικρών μου.
Και λίγο πιο μακριά, ο όρμος του Γιαννάκη∙ κι ένα ολόλευκο ιστιοφόρο με απλωμένα τα πανιά, σαν όραμα θαλασσινό. Και το όργιο των τζιτζικιών να ξυπνά τα πρωινά την Καρδιανή, κατάλευκη μέσα στο πράσινό της. Κι η Άμμος στα Υστέρνια, ολόχρυσος θησαυρός κάτω απ’ τα πέλματα. Θυμάρι να μοσχοβολάει σε κάθε στροφή μέχρι τον Πύργο.
Και στη Ρόχαρη, η πιο αγαπημένη εκδρομή. Μπανάκι, παιχνίδια στο νερό, κι εγώ μοναχική βόλτα στα βράχια, να ξεκουράζεται η ψυχή, και τα μάτια να χορταίνουν θάλασσα κι ουρανό. Έπειτα, φαγητό στον Πάνορμο, καλαμαράκια που μοσχοβολάνε θάλασσα, και το υπόλοιπο ψωμάκι, απ’ τα χεράκια των μωρών μου, στις παπίτσες, στο μικρό το λιμανάκι. Τα καΐκια να λικνίζονται απαλά και να μας γνέφει αγέρωχος από απέναντι ο φάρος του Πλανήτη.
Μετά, στον Πύργο, ολομάρμαρο χωριό, ένα ανοιχτό μουσείο. Τα κεντητά κουρτινάκια στα παράθυρα να σου γνέφουν αρχοντική καλημέρα, τα μαρμάρινα υπέρθυρακι οι απαράμιλλοι τεχνίτες του μαρμάρου να δοξάζουν την τέχνη, κι ο κυρ Γιαννούλης να σε ατενίζει με τα νοήμονά του μάτια απ’ τη γωνιά του σπιτιού του και να σε προσμένει – ταξίδι στον χρόνο, στον πόνο, στην αθανασία… Σπιτικό γαλακτομπούρεκο κι εκμέκ παγωτό στην πλατεία, κάτω απ’ τον αιωνόβιο πλάτανο, κι οι μέλισσες να ζηλεύουν κάτι από τη γλύκα μας. Κι ακόμα πιο γλυκιά η οικογενειακή επίσκεψή μας στο μουσείο του μαρμάρου, ταξίδι κι άλλο, ανεκτίμητο, στον γλυπτό πολιτισμό μας.
Και η Βαθύ – νεανική βόλτα με σκάφος φουσκωτό, και δυο γαλάζια μάτια να σε ψάχνουν πάνω στα άσπρα βότσαλα… Κι η Σάντα Μαργαρίτα και το Μαλί κι ο Κουμελάς κι η Άγια Θάλασσα και το Καβαλουρκό και η Βουρνή κι η Λυχναφτιά και η Λειβάδα, με τα μεγάλα βότσαλα που λάμπουνε στο φως και με τους γκρίζους, σμιλεμένους βράχους της. Και η Παχιά Άμμος, ήρεμα νερά, άμμος πλατιά, βράχια χρυσά, που αγκαλιάζουνε το σώμα, εικόνες που αγκαλιάζουν και μερώνουν την ψυχή.
…Κι η απλωσιά της θάλασσας να σμίγει με το ξεδίπλωμα της ψυχής στα πανηγυράκια μας. Ένα λυτρωτικό «αχ!», όταν φτάνεις με τα πόδια στο ξωκλήσι που γιορτάζει. Άπλα στη θέα, μα και στα αισθήματα των κτητόρων του ναού, που φιλεύουν όλους τους παρευρισκόμενους μεζέδες, κρασάκι, γλυκά κι ευχές, με το τέλους του εσπερινού.
Στον Προφήτη Ηλία, με τη μοναδική αισθητική που αποπνέει ιερότητα, χωρίς ηλεκτρικό, με τις παλαιές εικόνες ανθοστόλιστες, με τα βασιλικά, με τις μυρτιές, και την ευωδιά του καθαρού κεριού.
Στην Αγία Παρασκευή, στο Σκλαβοχωριό, μια φωλιά κάτω απ’ τον βράχο, με το μεγαλείο της απλότητας. Και στο Σωτηράκι, η καμπάνα να απολύει απ’ τον εσπερινό, ο αγαπημένος μου ο παπα – Γιάννης να εύχεται χρόνια πολλά σε όλους, να τριζοβολούν απ’ τον καρπό οι συκιές και τα τραπέζια να γεμίζουν νοστιμιές και πλατιά καρδιά.
Και στην Αγία Παρασκευή, στα Υστέρνια. Ένας καλλιμάρμαρος, μεγαλοπρεπής ναός, κι ένα ανοιχτό για όλους τραπέζι στα σπίτια του χωριού. Κι εκείνη η δροσερή, φιλόξενη κουζίνα της Ευαγγελίας και του Γιάννη, να σηματοδοτεί το καλοκαίρι μας και να προσμένει κάθε χρόνο την ολοζώντανη παρέα μας. Εκλεκτοί, σπιτικοί μεζέδες και πλατιά καρδιά. Τα όργανα να κελαηδούν στην πλατεία κι ο Σύλλογος να κερνά τους πάντες σπιτική κουζίνα και αληθινή φιλοξενία.
…Κι η Μεγαλόχαρη – βασίλισσα, να μπαίνει στο νυφικά στολισμένο ταξί που έχει τη χάρη να μεταφέρει την άγια εικόνα Της στο Κεχροβούνι, πρωί-πρωί, στις 23 του Ιουλίου, της Αγίας Πελαγίας. Ρίγος και δέος… Και το κατέβασμα το απογευματάκι από το Μοναστήρι ως το λιμάνι, με τα πόδια, δίωρη πορεία ως το ηλιοβασίλεμα, η εικόνα της Μεγάλης Μάνας να άρχει της πομπής, που σαν ποτάμι κυλάει το πλήθος της, φτάνει στον Μπερδεμιάρο της γιαγιάς της Μαργαρώς, κυλάει αργά ως τον απόντα Άγιο Αρτέμιο και σταματά εκεί, για δέηση. Και τρέχουν τα παιδιά μέσα από τα χωράφια, κόβουνε δρόμο, φτάνουν στη Χώρα πριν απ’ την εικόνα, κομίζουν τη χαρά. Και όταν φτάνει η πομπή, τι πανδαιμόνιο από βεγγαλικά, από σφυρίγματα απ’ όλα τα παραταγμένα λεωφορεία, το πλήθος που ακολουθεί, ιλαρό, η δέηση στη μαρμαρένια την εξέδρα, μια προσευχή ομαδική που αναπέμπεται εσώτατα στην Παναγιά μας…
…Και ο ιερός Δεκαπενταύγουστος με το λιοπύρι του και την ατέλειωτη ουρά του κόσμου που λαχταρά να περάσει από πάνω του η πάνσεπτη εικόνα της Μεγαλόχαρης και να βρει τη χάρη… Και παραμονή Εννιάμερα, στη Μαλαματένια, μια βραδινή, ήμερη αναζήτηση του μυστικού και θείου.
…Μα πιο πολύ, οι δικές μας, οικογενειακές λειτουργίες, στον αγαπημένο Άγιο Γιάννη, στην Κεραμωτή, να στεριώνει την πόρτα του γραφικού εξωκλησιού από το κτύπημα του δυνατού βοριά ένα ανάγλυφο, μαρμάρινο τσαμπί σταφύλι, έτοιμο, λες, να σου δωρίσει όλο το μέλι του. Και στη Βουρνιώτισσα, τόσες φορές… να ιερουργεί ο πατέρας μου, κι η μάνα μου στο αναλόγιο να ψέλνει και να παρακαλεί με πίστη όλο για μας. Να είναι μαζί αγαπημένοι φίλοι, που ακουμπάνε τις καρδιές μας. Και τα παιδάκια μας εν χορώ να λένε το «Πάτερ ημών» και ο καλός Θεός από ψηλά να ευλογεί και να αγάλλεται, μέσα στο πρωινό, διαυγές φως του καλοκαιριού.
Κι έπειτα είναι η χαρά, η τέχνη, ο πολιτισμός, το «Φεστιβάλ» που μας χαρίζει ανεπανάληπτες στιγμές απόλαυσης… Μουσεία που μας ταξιδεύουν, βιβλιοπαρουσιάσεις, εκθέσεις ζωγραφικής και γλυπτικής στη Χώρα και στα μαγικά χωριά μας – απόκοσμη, απίστευτη ομορφιά εκείνο το Βωλάξ της πέτρας και της τέχνης – κλασική μουσική κι ένας Δ. Σγούρος να ακινητοποιεί, μαγεμένα, ακόμα και τα αεικίνητα πιτσιρίκια, εκείνο το απογευματάκι στο πολιτιστικό μας μέγαρο… Και το Λογοτεχνικό Φεστιβάλ να ενώνει αγαπημένες φωνές από όλο τον πλανήτη. Κι οι μελωδίες του Μ. Χατζιδάκι πάλι να κάνουν χάρτινο το φεγγαράκι στην κατάμεστη πλατεία στα Δυο Χωριά, και στα Λουτρά να απολαμβάνουμε ποικίλα ακούσματα σε συναυλίες μαγικές και να σφραγίζουν μουσικά τα καλοκαίρια μας.
Και παραστάσεις στο θεατράκι στο Βωλάξ και στον Κουμάρο, και γλέντι ατέλειωτο στην Ποταμιά, στη γιορτή της κάπαρης, στη γραφική σχολική αυλή, και στο Γλυστέρνι το αδιαχώρητο, τα νιάτα να δίνουν την ψυχή στους κυκλικούς χορούς. Κι ένα τρικούβερτο γλέντι στον Φαλατάδο, το παλιό σχολειό φωτισμένο πίσω απ’ το πάλκο, τα σημαιάκια να ανεμίζουν στη βραδινή αύρα, κι όλα να ζωντανεύουν στον ήχο του βιολιού, η ρετσίνα να κουρδίζει τα ανυπόμονα να χορέψουν τον μπάλο πόδια μας πάνω στο γαρμπίλι της αυλής, κάτω απ’ τα φωτισμένα πεύκα. Και σε όλα σχεδόν τα χωριά μας, το ίδιο καλοκαιρινό γλέντι, ντόπιοι και επισκέπτες μία παρέα, που τρυγάει τη χαρά στο πανηγύρι. Πόσα να θυμηθείς και τι να παραλείψεις από ετούτα εδώ τα βαθυγάλαζά μας τα καλοκαίρια…
…Πρωινό καφεδάκι δίπλα στη θάλασσα∙ τα πλοία να μπαινοβγαίνουν στο λιμάνι, να κυλούν πάνω στα νερά, να μας παίρνουν στο ταξίδι τους. Υπέροχο το ηλιοβασίλεμα στην πεζοδρομημένη παραλία, στο μέσα λιμάνι. Βραδινές, χαλαρές βόλτες, τα πιτσιρίκια να τρέχουν με τα ποδήλατά τους, οι άμαξες να δίνουν χρώμα και ρυθμό χαράς, η θάλασσα στα πόδια μας να μας τυλίγει στο ατλάζι της, και το φεγγάρι να αγκαλιάζει και να λούζει μαγεμένο το κορμί της… Και στα στενά σοκάκια, τα νιάτα να απογειώνουν τον παλμό της ζωής… Κρασάκι, λούζα και λιαστή ντομάτα, τυράκι τηνιακό και αγκινάρες του λαδιού, κάπαρη στις σαλάτες μας, λουκάνικο σκορδάτο, αγαπημένες ντόπιες λιχουδιές, καλή παρέα, ξενοιασιά, στα ταβερνάκια μας… Και τα βράδια, στο αγαπημένο μας μπαράκι, εκεί, ψηλά, λίγο έξω απ’ τη Χώρα, οι μουσικές να κατευοδώνουν ένα μετέωρο, ολόφωτο καράβι, που πετάει μεταξύ αδιευκρίνιστου ουρανού και θάλασσας προς άγνωστους προορισμούς…
…Και τα παιδάκια μας να μοιράζονται μαζί μας τη βραδινή μαγεία στα «καβουράκια». Δίπλα στη θάλασσα, στα βράχια, στο Πόρτο, στην Αγκάλη και στον Άγιο Σώστη, κάτι βραδιές με άπνοια – κι ένα φεγγάρι που πλένει την πλάση και την κάνει φωτεινή, σα μέρα. Δροσιστικούς χυμούς και λιχουδιές τα μικρά,ρακάκι και στραγάλια εμείς, γέλια πολλά, παρέα μας οι φίλοι της καρδιάς μας, που ομορφαίνουν τις στιγμές μας. Και μια τόση δα μικρή φωτιά στην καρδιά, μια υπόσχεση για του χρόνου και πάλι…
…Έπειτα, είναι εκείνες οι καταδικές μας ώρες, αργά τη νύχτα, που το αυγουστιάτικο φεγγάρι δε σ’ αφήνει να κρυφτείς στα σεντόνια και σε παίρνει στη δική του, φωτεινή πορεία που εξαϋλώνει τα σώματα στα βράχια του Αϊ-Σώστη και του Βρέκαστρου. Και συναντιόμαστε κάθε φορά απ’ την αρχή, νέοι κι ερωτευμένοι…
Νύχτα. Ψηλά. Η πόλη πανοραμικά, απ’ το μνημείο στο Πασά-Ακρωτήρι, να πλέει προς το αύριο και να μη σου κάνει καρδιά να πας για ύπνο… Να μη σου κάνει καρδιά να αποχαιρετίσεις το νησί, το καλοκαίρι μας…
…Και μέσα στην καλοκαιρινή ρέμβη, πανταχού παρόντες μαζί με τις χαρές κι οι φόβοι, οι καημοί, οι αγωνίες και οι απογοητεύσεις μας. Με λιβάνι τις ξορκίζουμε, με συζητήσεις ατελείωτες και με μπόλικη αγάπη, σ’ εκείνες τις φασαριόζικες μαζώξεις στην αυλή του πατρικού μας, στην «αυλή των θαυμάτων», και στα κυριακάτικα, μεσημεριανά τραπέζια μας, στην τραπεζαρία των γονιών μου. Αγαπιόμαστε κουβεντιάζοντας, κάποιες φορές διαφωνώντας, μα σμίγουμε αμέσως πάλι, μια αγκαλιά…
…Πού πήγαν όλα τούτα; Πότε έπαψα να είμαι κόρη; Πότε έπαψα να είμαι μικρομάνα; Πότε μεγάλωσα; Πότε αλλάξαν οι καιροί και γίναν δίσεκτοι; Ποιος θα μας δώσει πίσω τις πολύτιμες στιγμές μας, τα καταγάλανά μας καλοκαίρια; Αμείλικτος ο χρόνος, μοιάζει να τοξεύει και να μας κλέβει τη χαρά…
…Μα θα έρθουν κι άλλα καλοκαίρια. Νέες χαρές, ντυμένες νέα πρόσωπα. Ποτέ μου δε θα πάψω να είμαι κόρη… Όσοι και όσα έφυγαν, έχουν το σπίτι τους εντός μας, ζούνε αιώνια στα σπλάχνα μας.
Ίσως ο χρόνος να τοξεύει προς το φως… Και να το αιχμαλωτίζει, να μας το φέρνει λίγο-λίγο πιο κοντά, να του επιτρέπει στην πορεία να μας καταυγάσει πάλι.
…Και θα είναι πάντα εκεί η Τήνος μας, υπέροχη,να πλέει, κάτασπρο σκαρί, μέσα στο μπλε του Αιγαίου, να κρατά στη ζεστή παλάμη της τα καλοκαίρια μας, να τα σμιλεύει πάνω σε μάρμαρο λευκό, να τους δίνει το σχήμα της χαράς και να τα βάφει πάλι μαγικά.