
της Μάγια Τσόκλη
Την παρακολουθούσα να ανεβαίνει γονυπετής τη Λεωφόρο Μεγαλόχαρης, τον μεγάλο ανηφορικό δρόμο που οδηγεί στην είσοδο της εκκλησίας. Ήταν γύρω στα 40, μια σύγχρονη νέα γυναίκα που φάνταζε λίγο παράταιρη με το περιβάλλον. Σε λίγο παρατήρησα ότι μαζί της, περπατώντας παράλληλα, στις σκιές, ανέβαιναν ένας άνδρας στην ηλικία της και ένα όμορφο παλικάρι, εικοσάρης, ένας barman, ένας αθλητής ιστιοπλοΐας ή ένας φοιτητής… ποιος ξέρει. Αργά αλλά σταθερά, κάτω από τον ανελέητο καλοκαιρινό ήλιο, η γυναίκα βρέθηκε στην κεντημένη με βότσαλα είσοδο της Μεγαλόχαρης, μπήκε στο μαρμάρινο προαύλιο, ανέβηκε με κόπο τα σκαλιά πάνω στην κόκκινη μοκέτα, πέρασε το κατώφλι της εκκλησίας, στάθηκε επιτέλους στα πόδια της, φίλησε για ώρα, με ζέση την εικόνα, άναψε ένα κεράκι και βγήκε στο ζωογόνο βοριαδάκι, στη σκιά, να ξαποστάσει. Ήταν αναψοκοκκινισμένη, χαμένη στις σκέψεις της, όταν τη ρώτησα: «Εσείς πιστεύετε στα θαύματα;».
«Μα φυσικά», μου απάντησε. «Ένα θαύμα με έφερε εδώ. Ένα τροχαίο πριν από πέντε χρόνια. Τρεις μήνες στην εντατική να χαροπαλεύει το παιδί, το είχαν για χαμένο. Και να που είμαστε όλοι μαζί σήμερα εδώ. Κοιτάξτε το παλικαράκι μου!» Ο νεαρός μού χαμογέλασε με κάποια αμηχανία. «Και γιατί το θαύμα να το έκανε η Παναγία και όχι οι γιατροί, η επιστήμη;» τόλμησα να ρωτήσω. «Όταν απελπίστηκα πια, την Παναγία παρακάλεσα», μου απάντησε, και δεν σήκωνε αντίρρηση.

Έτσι, λοιπόν, η προσευχή της ενώθηκε με εκείνη εκατομμυρίων άλλων προσκυνητών που εναποθέτουν διακόσια χρόνια τώρα τις ελπίδες τους στη Μεγαλόχαρη της Τήνου, σκαλίζοντας άλλες φορές περίτεχνα, άλλες άτεχνα, ένα όνομα, μια πατρίδα, μια ημερομηνία στα δροσερά, μαρμάρινα πεζούλια του ναού.
Δεν θα σταματήσω να επαναλαμβάνω ότι την Τήνο τη διέσωσε η Παναγία της. Αυτό το προσκύνημα, που πολλοί από μας βρίσκουμε σπαρακτικό, κοινωνιολογικά συναρπαστικό, και ταξιδεύουμε από το Σαντιάγο ντε Κομποστέλα στο Νεπάλ και στην Ινδία, για να επισκεφθούμε άλλα αντίστοιχα, λειτούργησε ευτυχώς αποτρεπτικά για κάποιους, διασώζοντας το νησί από την κακώς εννοούμενη ανάπτυξη. Έτσι, σήμερα, η Τήνος μάς παραδίδεται ακέραια (σε σύγκριση με άλλα νησιά μας), με μια μεγαλοπρεπή και μοναδικά χειροποίητη ενδοχώρα, με χωριά-ανοιχτά μουσεία λαϊκής αρχιτεκτονικής αλλά και σύγχρονα αρχιτεκτονήματα που κερδίζουν διεθνή βραβεία.
Μας παραδίδεται με μια ζωντανή πολιτιστική ζωή που τιμά το παρελθόν αλλά και τη σύγχρονη καλλιτεχνική παραγωγή, έναν πρωτογενή τομέα σε αναγέννηση, δυναμικά και διεθνώς βραβευμένα ζυθοποιεία και οινοποιεία, με μεταποιητικές μονάδες που διανέμουν τα προϊόντα τους σε όλη την επικράτεια, και με μια γενιά νέων επιχειρηματιών της εστίασης και του τουρισμού που αντελήφθησαν ότι, για να αναπτυχθεί ένας προορισμός, χρειάζεται όραμα, επιμονή, γνώση και κυρίως συνεργασία.