back to top

Ανάσταση στην Τήνο, του Αλέκου Φλωράκη

Τη νύχτα της Αναστάσεως όλοι πηγαίνουν στην εκκλησία ντυμένοι στα γιορτινά τους και με τις λαμπάδες τους.

Προάγγελος της πασχαλινής γιορτής είναι η «πρώτη Ανάσταση», το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, η κάθοδος δηλαδή του Χριστού στον Άδη για να κηρύξει τη σωτηρία στους εκεί νεκρούς. Την ώρα που ο παπάς ψάλλει θριαμβικά το «Ανάστα ο Θεός, κρίνον την γην», σκορπίζει λεμονόφυλλα. Όποιος πιάσει λεμονόφυλλο πριν πέσει στο δάπεδο, το βάζει στο πορτοφόλι του «για να ’χει πάντα λεφτά». Αν το πιάσει κοπέλα λεύτερη «θα παντρευτεί στο χρόνο». Από τα πεσμένα κάτω λεμονόφυλλα βάζουν στο σκρίνιο, «για να μην τρώει τα ρούχα ο σκόρος».

Τη μέρα αυτή ολοκληρώνονται οι προετοιμασίες για το Πάσχα και ετοιμάζονται τα βραδινά φαγητά, η παραδοσιακή μοσχαρίσια σούπα ή –πιο πρόσφατα– η μαγειρίτσα. Στα χωριά, όσοι έχουν ακόμη δικά τους ζώα, σφάζουν το πασχαλινό αρνί μπροστά στο κατώφλι, για το λαμπριάτικο ψητό στο φούρνο. Με το αίμα του κάνουν έναν σταυρό μέσ’ από την πόρτα, «για το γούρι του σπιτιού», πράξη που υπενθυμίζει το πρόβατο της σφαγής των Εβραίων από το βιβλίο της Εξόδου.

Τη νύχτα της Αναστάσεως όλοι πηγαίνουν στην εκκλησία ντυμένοι στα γιορτινά τους και με τις λαμπάδες τους. Αρκετοί παίρνουν μαζί τους αβγά και τυροπιτάκια «για να λειτουργηθούν». Στην Παναγία και σε μερικές ενορίες μοιράζονται σε όλους κόκκινα αβγά με έξοδα της Επιτροπής. Τα κορίτσια που θα ανάψουν τη λαμπάδα τους κατευθείαν από το κερί του παπά, πιστεύεται ότι θα παντρευτούν στο χρόνο. Μόλις ακουστεί το «Χριστός Ανέστη», οι καμπάνες σημαίνουν πανηγυρικά, ανταλλάσσονται φιλήματα και ευχές. Δημιουργείται πανδαιμόνιο: κροτίδες, «τρίγωνα», «μάσκουλα». Παλαιότερα, αλλά και σήμερα ακόμη σε μερικά χωριά, «ρίχναν και τριμπονιές» με όπλα εμπροσθογεμή, τα τριμπόνια. Το έθιμο των εκκωφαντικών θορύβων, εκτός από την πρωτογενή του έννοια, να τρομάξει και να αποπέμψει τις δαιμονικές δυνάμεις, εκφράζει τον ενθουσιασμό και την ευφορία των χριστιανών για τη νίκη του Χριστού αλλά και την ψυχολογική εκτόνωση μετά την πένθιμη περίοδο της Μεγαλοβδομάδας.

Παλαιότερα, αλλά και σήμερα σε μερικά χωριά, μετά την αναστάσιμη τελετή στην αυλή της εκκλησίας, έκλειναν την πόρτα του ναού και ο παπάς στεκόταν απέξω με το ευαγγέλιο στο χέρι. Υποδυόμενος τον αναστημένο Χριστό, φώναζε: «Άρατε πύλας»! Κάποιος από μέσα, που παρίστανε τον διάβολο, ρωτούσε: «Ποιος είσαι συ;». «Εγώ είμαι ο δίκαιος και ο κραταιός», απαντούσε ο παπάς και, σπρώχνοντας την πόρτα με το ευαγγέλιο, έμπαινε θριαμβευτικά με την αναμμένη λαμπάδα του. Το δρώμενο αναπαριστά την εις Άδου κάθοδο του Κυρίου και τη συντριβή τού θανάτου, παραπέμποντας στον 23ο ψαλμό και στο στιχηρό αυτόμελο του εσπερινού της Μ. Παρασκευής («άδης ο παγγέλαστος ιδών σε έπτηξεν, οι μοχλοί συνετρίβησαν, εθλάσθησαν πύλαι…»).

Το αναστάσιμο φως είναι άγιο. Προσέχουν να το φέρουν στο σπίτι χωρίς να σβήσει και κάνουν μ’ αυτό έναν σταυρό στο ανώφλι. Ανάβουν ύστερα το καντήλι, προσπαθώντας να το διατηρήσουν όσο πιο πολύ μπορούν. Στο τραπέζι που ακολουθεί, το πρώτο πράγμα που βάζουν στο στόμα τους είναι ένα κόκκινο αβγό, λέγοντας: «Με τ’ αβγό σ’ έκλεισα (την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς), με τ’ αβγό σ’ ανοίγω». Το τσούγκρισμα των αβγών, εκτός των άλλων, εμπεριέχει ανταγωνιστικό χαρακτήρα για την ανάδειξη του νικητή (του πιο γερού, του πιο τυχερού) και υποδηλώνει τη νίκη της εαρινής βλάστησης επί του χειμώνα.

Ανήμερα της Λαμπρής γίνονται γλέντια. Στα καθολικά χωριά έκαναν παλαιότερα έναν αχυρένιο άνθρωπο, τον Ιούδα, τον έφτυναν, τον έβριζαν και τον φώναζαν «Προδότη!». Ύστερα τον κρεμούσαν σ’ ένα δέντρο και τον έκαιγαν. Είναι το πανελληνίως γνωστό εθιμικό δρώμενο, το «κάψιμο του Ιούδα», που εδώ έπαιρνε μερικές φορές χαρακτήρα πλησιέστερο προς τη διαπόμπευση του λαϊκού δικαίου, όταν, αντί για αχυρένιο ομοίωμα, υποδυόταν τον Ιούδα ένας χωρικός. Διαλεγμένος με κλήρο, ήταν αναγκασμένος να περάσει μέσ’ από τους δρόμους του χωριού και να δεχτεί το ξύλο, τις βρισιές και τα φτυσίματα των συγχωριανών του.

Το απόγευμα γίνεται ο εσπερινός της Αγάπης. Η «ανάσταση» (εικόνα της Αναστάσεως σε κοντάρι, με στεφάνι από λουλούδια γύρω της) λιτανεύεται στους δρόμους. Υπήρχε έντονος συναγωνισμός ανάμεσα σε κοντινά ή αντικρινά χωριά, για το ποιο θα ρίξει τις περισσότερες τριμπονιές, «σκεπάζοντας» το άλλο. Όπου υπάρχουν περισσότερες ενορίες (Χώρα, Πύργος), οι αναστάσεις βγαίνουν σε κοινή γύρα.

Μετά τον εσπερινό, ο κόσμος κάνει βόλτα φορώντας τα γιορτινά του και συνεχίζει το γλέντι. Στην περιοχή του Πανόρμου, έως τη δεκαετία του 1960, έστηναν κούνιες για τις κοπέλες. Τη μία μετά την άλλη τις κουνούσαν τα παλικάρια, ταιριάζοντας δίστιχα για να τις παινέψουν, να τους εκφράσουν την αγάπη τους ή να τους παραπονεθούν.

Γαριφαλιά μου κόκκινη, μη γέρνεις απ’ τη γλάστρα,
λόγια του κόσμου μην ακούς, τον έρωτά σου βάστα.
Γαριφαλιά μου κόκκινη, πότε θα κοκκινίσεις,
πότε θ’ αλλάξει η γνώμη σου εμένα ν’ αγαπήσεις;

Και η απάντηση:

Σίδερο να ’ναι το σκοινί κι ατσάλι το δοκάρι
και τα χεράκια που κουνούν όλο μαργαριτάρι.

Επίσης, οι κοπέλες, την ώρα που τις κουνούσαν, τραγουδούσαν το «τραγούδι της κούνιας»:

Ν’ ανέβω θέλω στα ψηλά, στου Αϊ-Γιωργιού το δώμα,
να ιδώ για το πουλάκι μου αν αρμενίζει ακόμα.
Αρμένιζε και πήγαινε στου βασιλιά την πόρτα,
μα ο βασιλιάς δεν είν’ εκεί, μόν’ τρεις βασιλοπούλες.

Τη μια τη λένε Μαριγώ, την άλλη Δασκαλίνα,
την πιο μικρή, μικρότερη, τη λένε Κατερίνα.
Η μια κεντά τον ουρανό κι η άλλη το φεγγάρι
κι η πιο μικρή, μικρότερη, κεντά το παλικάρι.

Το έθιμο υπενθυμίζει τις αρχαιοελληνικές «αιώρες» των Αθηναίων παρθένων στη γιορτή των Ανθεστηρίων. Διαρκούσε όλη την πασχαλινή περίοδο. Μαζί άρχιζαν και οι κυριακάτικοι χοροί στην πλατεία.

Ακολουθήστε το Tinos Today στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις τελευταίες & σημαντικές ειδήσεις της Τήνου

Newsletter

Ανάσταση στην Τήνο, του Αλέκου Φλωράκη

Τη νύχτα της Αναστάσεως όλοι πηγαίνουν στην εκκλησία ντυμένοι στα γιορτινά τους και με τις λαμπάδες τους.

Προάγγελος της πασχαλινής γιορτής είναι η «πρώτη Ανάσταση», το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, η κάθοδος δηλαδή του Χριστού στον Άδη για να κηρύξει τη σωτηρία στους εκεί νεκρούς. Την ώρα που ο παπάς ψάλλει θριαμβικά το «Ανάστα ο Θεός, κρίνον την γην», σκορπίζει λεμονόφυλλα. Όποιος πιάσει λεμονόφυλλο πριν πέσει στο δάπεδο, το βάζει στο πορτοφόλι του «για να ’χει πάντα λεφτά». Αν το πιάσει κοπέλα λεύτερη «θα παντρευτεί στο χρόνο». Από τα πεσμένα κάτω λεμονόφυλλα βάζουν στο σκρίνιο, «για να μην τρώει τα ρούχα ο σκόρος».

Τη μέρα αυτή ολοκληρώνονται οι προετοιμασίες για το Πάσχα και ετοιμάζονται τα βραδινά φαγητά, η παραδοσιακή μοσχαρίσια σούπα ή –πιο πρόσφατα– η μαγειρίτσα. Στα χωριά, όσοι έχουν ακόμη δικά τους ζώα, σφάζουν το πασχαλινό αρνί μπροστά στο κατώφλι, για το λαμπριάτικο ψητό στο φούρνο. Με το αίμα του κάνουν έναν σταυρό μέσ’ από την πόρτα, «για το γούρι του σπιτιού», πράξη που υπενθυμίζει το πρόβατο της σφαγής των Εβραίων από το βιβλίο της Εξόδου.

Τη νύχτα της Αναστάσεως όλοι πηγαίνουν στην εκκλησία ντυμένοι στα γιορτινά τους και με τις λαμπάδες τους. Αρκετοί παίρνουν μαζί τους αβγά και τυροπιτάκια «για να λειτουργηθούν». Στην Παναγία και σε μερικές ενορίες μοιράζονται σε όλους κόκκινα αβγά με έξοδα της Επιτροπής. Τα κορίτσια που θα ανάψουν τη λαμπάδα τους κατευθείαν από το κερί του παπά, πιστεύεται ότι θα παντρευτούν στο χρόνο. Μόλις ακουστεί το «Χριστός Ανέστη», οι καμπάνες σημαίνουν πανηγυρικά, ανταλλάσσονται φιλήματα και ευχές. Δημιουργείται πανδαιμόνιο: κροτίδες, «τρίγωνα», «μάσκουλα». Παλαιότερα, αλλά και σήμερα ακόμη σε μερικά χωριά, «ρίχναν και τριμπονιές» με όπλα εμπροσθογεμή, τα τριμπόνια. Το έθιμο των εκκωφαντικών θορύβων, εκτός από την πρωτογενή του έννοια, να τρομάξει και να αποπέμψει τις δαιμονικές δυνάμεις, εκφράζει τον ενθουσιασμό και την ευφορία των χριστιανών για τη νίκη του Χριστού αλλά και την ψυχολογική εκτόνωση μετά την πένθιμη περίοδο της Μεγαλοβδομάδας.

Παλαιότερα, αλλά και σήμερα σε μερικά χωριά, μετά την αναστάσιμη τελετή στην αυλή της εκκλησίας, έκλειναν την πόρτα του ναού και ο παπάς στεκόταν απέξω με το ευαγγέλιο στο χέρι. Υποδυόμενος τον αναστημένο Χριστό, φώναζε: «Άρατε πύλας»! Κάποιος από μέσα, που παρίστανε τον διάβολο, ρωτούσε: «Ποιος είσαι συ;». «Εγώ είμαι ο δίκαιος και ο κραταιός», απαντούσε ο παπάς και, σπρώχνοντας την πόρτα με το ευαγγέλιο, έμπαινε θριαμβευτικά με την αναμμένη λαμπάδα του. Το δρώμενο αναπαριστά την εις Άδου κάθοδο του Κυρίου και τη συντριβή τού θανάτου, παραπέμποντας στον 23ο ψαλμό και στο στιχηρό αυτόμελο του εσπερινού της Μ. Παρασκευής («άδης ο παγγέλαστος ιδών σε έπτηξεν, οι μοχλοί συνετρίβησαν, εθλάσθησαν πύλαι…»).

Το αναστάσιμο φως είναι άγιο. Προσέχουν να το φέρουν στο σπίτι χωρίς να σβήσει και κάνουν μ’ αυτό έναν σταυρό στο ανώφλι. Ανάβουν ύστερα το καντήλι, προσπαθώντας να το διατηρήσουν όσο πιο πολύ μπορούν. Στο τραπέζι που ακολουθεί, το πρώτο πράγμα που βάζουν στο στόμα τους είναι ένα κόκκινο αβγό, λέγοντας: «Με τ’ αβγό σ’ έκλεισα (την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς), με τ’ αβγό σ’ ανοίγω». Το τσούγκρισμα των αβγών, εκτός των άλλων, εμπεριέχει ανταγωνιστικό χαρακτήρα για την ανάδειξη του νικητή (του πιο γερού, του πιο τυχερού) και υποδηλώνει τη νίκη της εαρινής βλάστησης επί του χειμώνα.

Ανήμερα της Λαμπρής γίνονται γλέντια. Στα καθολικά χωριά έκαναν παλαιότερα έναν αχυρένιο άνθρωπο, τον Ιούδα, τον έφτυναν, τον έβριζαν και τον φώναζαν «Προδότη!». Ύστερα τον κρεμούσαν σ’ ένα δέντρο και τον έκαιγαν. Είναι το πανελληνίως γνωστό εθιμικό δρώμενο, το «κάψιμο του Ιούδα», που εδώ έπαιρνε μερικές φορές χαρακτήρα πλησιέστερο προς τη διαπόμπευση του λαϊκού δικαίου, όταν, αντί για αχυρένιο ομοίωμα, υποδυόταν τον Ιούδα ένας χωρικός. Διαλεγμένος με κλήρο, ήταν αναγκασμένος να περάσει μέσ’ από τους δρόμους του χωριού και να δεχτεί το ξύλο, τις βρισιές και τα φτυσίματα των συγχωριανών του.

Το απόγευμα γίνεται ο εσπερινός της Αγάπης. Η «ανάσταση» (εικόνα της Αναστάσεως σε κοντάρι, με στεφάνι από λουλούδια γύρω της) λιτανεύεται στους δρόμους. Υπήρχε έντονος συναγωνισμός ανάμεσα σε κοντινά ή αντικρινά χωριά, για το ποιο θα ρίξει τις περισσότερες τριμπονιές, «σκεπάζοντας» το άλλο. Όπου υπάρχουν περισσότερες ενορίες (Χώρα, Πύργος), οι αναστάσεις βγαίνουν σε κοινή γύρα.

Μετά τον εσπερινό, ο κόσμος κάνει βόλτα φορώντας τα γιορτινά του και συνεχίζει το γλέντι. Στην περιοχή του Πανόρμου, έως τη δεκαετία του 1960, έστηναν κούνιες για τις κοπέλες. Τη μία μετά την άλλη τις κουνούσαν τα παλικάρια, ταιριάζοντας δίστιχα για να τις παινέψουν, να τους εκφράσουν την αγάπη τους ή να τους παραπονεθούν.

Γαριφαλιά μου κόκκινη, μη γέρνεις απ’ τη γλάστρα,
λόγια του κόσμου μην ακούς, τον έρωτά σου βάστα.
Γαριφαλιά μου κόκκινη, πότε θα κοκκινίσεις,
πότε θ’ αλλάξει η γνώμη σου εμένα ν’ αγαπήσεις;

Και η απάντηση:

Σίδερο να ’ναι το σκοινί κι ατσάλι το δοκάρι
και τα χεράκια που κουνούν όλο μαργαριτάρι.

Επίσης, οι κοπέλες, την ώρα που τις κουνούσαν, τραγουδούσαν το «τραγούδι της κούνιας»:

Ν’ ανέβω θέλω στα ψηλά, στου Αϊ-Γιωργιού το δώμα,
να ιδώ για το πουλάκι μου αν αρμενίζει ακόμα.
Αρμένιζε και πήγαινε στου βασιλιά την πόρτα,
μα ο βασιλιάς δεν είν’ εκεί, μόν’ τρεις βασιλοπούλες.

Τη μια τη λένε Μαριγώ, την άλλη Δασκαλίνα,
την πιο μικρή, μικρότερη, τη λένε Κατερίνα.
Η μια κεντά τον ουρανό κι η άλλη το φεγγάρι
κι η πιο μικρή, μικρότερη, κεντά το παλικάρι.

Το έθιμο υπενθυμίζει τις αρχαιοελληνικές «αιώρες» των Αθηναίων παρθένων στη γιορτή των Ανθεστηρίων. Διαρκούσε όλη την πασχαλινή περίοδο. Μαζί άρχιζαν και οι κυριακάτικοι χοροί στην πλατεία.

Ακολουθήστε το Tinos Today στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις τελευταίες & σημαντικές ειδήσεις της Τήνου