Γράφει ο Μάρκος Παλαμάρης
Λήψεις: Παναγιώτης Χαλκιάς
Στην καρδιά της Τήνου, ανάμεσα σε κάμπους που μοσχοβολούν γη, ιδρώτα και ιστορία, στέκει αγέρωχη η Κώμη – ένα από τα αρχαιότερα και πιο ζωντανά κεφαλοχώρια του νησιού.
Το λεγάτο δεν είναι απλώς μια παράδοση. Είναι ένας ζωντανός κρίκος με το παρελθόν, μια μαρτυρία μιας εποχής όπου η προσφορά ήταν ιερή πράξη και η μνήμη αιώνια υπόσχεση.
Εκεί, σαν μυστική φλόγα που ποτέ δεν σβήνει, διατηρείται ένα έθιμο βαθιάς μνήμης και κοινοτικής αγάπης: το λεγάτο.

Η λέξη του έρχεται από τα βάθη της Ιστορίας: από το λατινικό legatum – κληροδότημα. Στους καιρούς της Βενετοκρατίας και της Οθωμανικής εποχής, όταν οι κοινωνίες στηρίζονταν στον ιστό της κοινότητας, ευγενείς ψυχές άφηναν δωρεές στις εκκλησίες και στα χωριά τους, με την απαίτηση να προσφέρονται εσαεί λειτουργίας υπέρ αναπαύσεως και δώρα αγάπης: τροφή, βοήθεια, προσευχή.
Έτσι και στην Κώμη: αιώνες πριν, ένας ταπεινός κάτοικος δώρισε ένα περιβόλι στην εκκλησία του χωριού.
Μα η δωρεά του δεν ήταν απλή: την σφράγισε με τη ρητή επιθυμία να διανέμονται «περπέτουα» – αιώνια – ρεβύθια στους συγχωριανούς του. Μια πράξη σιωπηλής μεγαλοσύνης, που ρίζωσε στην ψυχή του τόπου και άντεξε στον χρόνο.

Κάθε Μεγάλη Πέμπτη, το καζάνι έπαιρνε φωτιά στην πλατεία. Ο αέρας γέμιζε με το άρωμα της γης και της παράδοσης. Οι κάτοικοι, με τα κατσαρολάκια στα χέρια, αντάμωναν γύρω από το καζάνι για να παραλάβουν το μερίδιό τους – όχι απλά τροφή, αλλά ευλογία, δεσμό, τελετουργία συλλογικής μνήμης.
Σήμερα, η φλόγα του λεγάτου καίει ακόμα. Ο πολιτιστικός σύλλογος συνεχίζει να στρώνει το κοινό τραπέζι, στην ενοριακή αίθουσα, όπου κάτοικοι και επισκέπτες μοιράζονται το λιτό γεύμα και την άσβεστη ζεστασιά της κοινότητας. Σε μια σεμνή, αλλά μεγαλειώδη συνεύρεση, που τιμά τον πηγαιμό για το Πάσχα, τιμά την ίδια την έννοια του ανήκειν.

Η Κώμη, με ιστορία που αγγίζει τα 2.400 χρόνια, κρατάει ακόμα το όνομά της αναλλοίωτο από τον 4ο αιώνα π.Χ. – ένας ζωντανός θεματοφύλακας πολιτισμού και πνευματικής αντοχής.
Στα λιθόστρωτα δρομάκια της Μέσα και της Κάτω Κώμης ξεπροβάλλουν μοναδικά μνημεία: ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, με την περίτεχνη baroque αρχιτεκτονική του, κτισμένος στα ερείπια ναού του Ποσειδώνα· και η εκκλησία του Ονόματος της Παναγίας, με το λευκό μάρμαρο και το καμπαναριό στολισμένο με γεωμετρικά μοτίβα που θυμίζουν τον ασύγκριτης καλλιτεχνικής αξίας Τηνιακό περιστεριώνα.
Μπροστά απλώνεται ο κάμπος: η ζωντανή κιβωτός του μόχθου. Εκεί, με τα χέρια ροζιασμένα από τον ήλιο και τη δουλειά, οι Κωμ’τιανοί, απόγονοι των αρχαίων Θρυησίων,καλλιεργούν τη γη με τον ίδιο σεβασμό όπως οι πρόγονοί τους, γεννώντας πολύτιμους καρπούς – αγκινάρες, πατάτες, κηπευτικά – που τροφοδοτούν το νησί και πέρα από αυτό.

Οι άνθρωποι της Κώμης, με τα πλατιά χαμόγελα και τις καρδιές γεμάτες ήλιο, είναι οι τελευταίοι φορείς ενός κρυμμένου πολιτισμού: ενός πολιτισμού όπου η προσφορά δεν είναι επιτήδευση, αλλά τρόπος ύπαρξης.
Το λεγάτο, με τη διαχρονική του υπόσχεση, συνεχίζει να ενώνει το χθες με το σήμερα. Σαν ένα αόρατο νήμα που διδάσκει ότι οι πιο μεγάλες παραδόσεις γεννιούνται από σιωπηλές πράξεις αγάπης – και αντέχουν όσο αντέχει και η πίστη στον άνθρωπο.
Η Κώμη συνεχίζει να αφηγείται την ιστορία της.
Σε όποιον έχει καρδιά ν’ ακούσει.
Και ψυχή ν’ αγγίξει.
ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΟ ΦΩΤΟΡΕΠΟΡΤΑΖ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΧΑΛΚΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΛΕΓΑΤΟ