Ήθελα να σας παρακαλέσω να μου κάνετε τη χάρη, σ’ εμένα, έναν ξένο, να πω δυο λόγια, για έναν δικό Σας άνθρωπο που χάσατε ξαφνικά. Δεν θα μιλήσω για «δίκιο» κι «άδικο». Τώρα δεν είμαι «νομικός». Τώρα πονάω μόνο.
Πάω να γράψω: «Νίκο» και με πιάνουν αναφιλητά.
Πάω να σκεφτώ: «Νίκο» και τα μάτια μου τρέχουν ποτάμι.
Ας κλάψει τώρα όλος ο κόσμος. Τώρα, είναι ώρα για θρήνο.
Νίκο. Δεν θα καθίσεις ξανά στο τραπέζι μαζί μας. Κι ούτε τον καφέ θα ζητήσεις από την Άλμα όπως τον πίνεις. Δεν θα μου φωνάξεις ξανά, «έ, συ δικηγόρε, μη κοροϊδεύεις την κοινωνία».
Νίκο. Δεν θα είσαι πια ο πρώτος του χωριού που θα με καλωσορίζει στο «Αρόδο», όταν φτάνω βράδυ χειμωνιάτικο στο νησί με τον «Θεολόγο». Όπως γινότανε συχνά τα τελευταία χρόνια.
Θυμάμαι την κίνηση του χεριού σου, όταν ήθελες να πεις «άσε με μωρέ», καθώς πήγαινα να σου πω «ευχαριστώ». Γιατί δεν ήθελες ν’ ακούς «ευχαριστώ» γι’ αυτά που έκανες με την καρδιά σου.
Θυμάμαι τη στάση του κορμιού σου, μια μικρή απόκλιση από την κατακόρυφο, σαν τον άξονα της γης, όταν ήθελες να μετρήσεις με το βλέμμα την απόσταση ή το μπόι του άλλου. Ή όταν ετοιμαζόσουνα να γιουχαΐσεις.
Θυμάμαι κάποια από τα τελευταία λόγια που έγραψες. Ήτανε άλλωστε πολύ λίγα. Τα έγραψες για τις ανεμογεννήτριες στις 22.04.2020 στο viber: «Μια που βρισκόμαστε σε περιορισμό και δεν μπορούμε να αντιδράσουμε αλλιώς, χρειάζεται ένα ομαδικό γιουχάισμα σε όλους: κράτος, ΣτΕ, δικαστήρια, εταιρεία. Που γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια αποφάσεις περιφερειακού συμβουλίου, δημοτικού συμβουλίου, αλλά, το κυριότερο, τον παντηνιακόξεσηκωμό και τις αντιδράσεις.» Να πότε μιλούσε και με ποιους ήταν ο Νίκος. Μήπως ήταν και λίγο προφητικός, ιδίως για το ΣτΕ;
Νίκο. Θυμάμαι το σώμα σου, πώς έπιανε το χώρο,όταν καθόσουν στο τραπέζι και με τα χέρια σου τακτοποιούσες τα πράγματα γύρω σου, για να μπουν όλα στη θέση τους και να έχεις εσύ χώρο ανάμεσα σ’ αυτά. Ήθελες να έχεις το σωστό χώρο στον κόσμο.
Και δεν ήθελες πολύ χώρο. Κι ας ήσουν «ευρύχωρος». Η ψυχή σου ήταν ταπεινή, όπως ταιριάζει στους πραγματικούς ανθρώπους. Και κυρίως στους ευγενικούς.
Θυμάμαι το νοιάξιμό σου για το χωριό και για τους άλλους. Μα και τη στενοχώρια σου για τη γκρίνια που άκουγες.
Σε θυμάμαι να σταματάς τα πάντα για να κατεβάζεις την Ελένη, στην ώρα της, για να κολυμπήσει στα Καλύβια.
Ήσουν αληθινός και γι’ αυτό δεν «πήγαινες» τους ψεύτικους, τους «πλαστικούς», «αυτούς που δεν είναι σαν εμάς», έλεγες. Και δεν μπορούσες να συνεννοηθείς μαζί τους.
Προχτές στις 3 Ιουλίου το βράδυ, τη νύχτα που γιόρταζε ο Μάνθος τα γενέθλιά του, ήμουν με μια παρέα παλιών φίλων και, ανάμεσα στα άλλα,κάποιος είπε ότι αν ρωτήσουν τους σημερινούς νέους στην Ελλάδα τι θα πει «θεσμός», κανείς δεν θα ξέρει ν’ απαντήσει. Θέλοντας να υπερασπιστώ τους νέους, ρώτησα τους γέρους φίλους μου να πουν εκείνοι τι θα πει «θεσμός». Τελικά, κανείς δεν ήξερε να πει.
Ε, λοιπόν, εμείς, εδώ στο χωριό μας, ξέρουμε τι θα πει «θεσμός». Το πώς βρέθηκα εγώ ο βόρειος να λέω δυο λόγια, μαζί με τα δικά σας, και να γίνονται και τα δικά μου δάκρυα μαζί με τα δικά σας δροσιά για το λαγκάδι στο ξόδι σου, Νίκο Καρδιανιώτη,μόνο ένας θεσμός για το χωριό, θα μπορούσε να το κατορθώσει.
Γιατί είναι δικός σου αυτός ο Αποχαιρετισμός, Νίκο.Και γιατί είναι το χωριό ολόκληρο που σ’ αποχαιρετά. Και θρηνεί γιατί δεν θα σεργιανίσεις ποτέ πιά στα δρομάκια του.
Μου είχες ζητήσει να μιλήσω ή να γράψω σε δημάρχους, περιφερειάρχες, υπουργούς για τους πόνους του χωριού. Μου είχες δώσει το μικρόφωνο σε γιορτές και πανηγύρια, πρόεδρος εσύ, για να μιλήσω. Εσένα δεν σου αρέσαν και πολύ τα λόγια. Ιδίως τα μεγάλα. Νομίζω ότι δεν άκουσα κανένα από το στόμα σου, τόσα χρόνια. Για σένα δεν μου ζήτησες τίποτα και ποτέ.
Ότι θα έγραφα για το ξόδι σου, Νίκο, δεν είχε περάσει ποτέ απ’ το μυαλό μου.
Μου είχες πει κάποτε με πίκρα ότι η κόρη σου μεγάλωσε χωρίς πατέρα, γιατί εσύ ταξίδευες. Δεν ξέχασες ποτέ αυτά που νόμιζες ότι ήταν «αμαρτίες»σου. Το να πληγώνεις άλλους, ήταν για σένα αμαρτία. Και δεν συγχώρησες ποτέ τον εαυτό σου,αν πίστευες πως κάποιον πλήγωσες. Έτσι είναι οι καλοί άνθρωποι. Ξεχνούνε τα καλά που έκαναν, μα τα κακά που νομίζουν ότι έκαναν, δεν τα ξεχνούν ποτέ. Γι’ αυτά μόνο ζητούν συγγνώμη από τους άλλους. Κι όταν είναι στ’ αλήθεια ταπεινοί, δεν το κάνουν φωναχτά. Εμείς, οι περισσότεροι, δεν ακούμε τίποτα.
Νίκο, εμείς στα συγχωρούμε όλα τ’ αμαρτήματα που μπορεί να πίστεψες πως έκανες στη ζωή σου. Και αν μας ξεφεύγει και κανένα, παρακαλούμε το Θεό ολόψυχα να σου το συγχωρήσει εκείνος.
Και κάτι τελευταίο. Να μου φιλήσεις τη Δανάη, Νίκο. Σ’ αγαπούσε πολύ, όπως και το χωριό σου. Σκέφτομαι, κι ας με συγχωρήσει ο θεός, ότι θα κάνετε καλή παρέα. Μετά από λίγο θα χαμογελάτε από κει πάνω, καθώς θα βλέπετε εμάς τις καρικατούρες και τα τερτίπια και τα βάσανά μας τ’ άχρηστα.
Εμείς θα μείνουμε εδώ, όσο μείνουμε, και δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ Νίκο.
Θα έχουμε την ανάμνησή σου φυλαχτό «αλεξίκακο». Θα την κρεμάσουμε με παραμάνα στο φανελάκι, πάνω απ’ τη σάρκα μας. Σαν φυλαχτό, Νίκο, που διώχνει το κακό μακριά από μας κι απ’ το χωριό μας.
Νίκο. Δεν θα είσαι ποτέ μόνος εκεί που πας. Κι ούτε εμείς θα είμαστε μόνοι. Αφού θα σ’ έχουμε πάντα επάνω μας και μαζί μας.
Απόστολος
5 Ιουλίου 2020