back to top

Ήρθε το Πάσχα ... στο Keraso Events

Τηνιακές Πασχαλιές … της Ευαγγελίας Μινάρδου – Αδάμου

Eνα μπαλκόνι κάπου κοντά στη γειτονιά μου, εδώ, στην πόλη όπου ζω, είναι τρεις μέρες τώρα που δαγκώνει την καρδιά μου. Γεμάτο γλάστρες με πολύχρωμες μαντιές. Ρόδινες, μωβ, λευκές, πιτσιλωτές, που ξεγελούν τα κάγκελα και αποδρούν ελεύθερες, να συναντήσουν τους περαστικούς.

www.literature.gr

Όμως εγώ, πώς γίνεται φέτος να αποδράσω; Έγκλειστη… Αλλά, ετούτες οι πανέμορφες μαντιές βρίσκουν μια χαραμάδα, και με βγάζουν σε ταξίδι…

Τήνος, Σκλαβοχωριό. Πατρίδα. Περνούν οι γυναίκες, στην αίθουσα της Αγια-Τριάδας, τα άνθη από τις μαντιές σε κλωστή, τις φτιάχνουν λουλουδένια αλυσίδα, στολίζουν τον λιτό μας Επιτάφιο. Πολύχρωμες μαντιές, γαρίφαλα, χρυσάνθεμα, κρίνοι λευκοί. Όλα τα άνθη προσκυνούν το κάλλος της μορφής Του, που έχει δύσει. Λάμπει το εκκλησάκι του μικρού χωριού, κι ο Γύζης, που εδώ βύζαξε το πρώτο  γάλα, το ευλογεί με τον χρωστήρα του, απ’ την αιωνιότητα. Κι οι δυο μου οι γονείς, μαζί του…

Είναι πανέμορφο ετούτο το μικρό χωριό, με τα στενά ασβεστωμένα, πεντακάθαρα σοκάκια, με τις λουλουδιαστές αυλές, απ’ όπου το λιβανωτό σκορπά την ευωδιά του και συνοδεύει με κατάνυξη του Επιταφίου την πομπή, που κατευθύνεται προς την πλατεία, στο Πηγάδι. Μορφές οικείες, αγαπημένες, οι χωριανοί, οι φίλοι, υμνολογούν το τέκνο το γλυκύτατο της Μεγαλόχαρης, την πιο γλυκιά Της άνοιξη. Και η τηνιακή γη δοξάζει με τις ζωογόνες ευωδιές τής λεμονιάς το Πάσχα του λαού της.

Και να, η εννιάχρονη κορούλα μου. Μεγάλη Τρίτη. Ανεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες του σπιτιού στην Τήνο και πριν προλάβει καν να ανοίξει την εξώπορτα, φωνάζει «Μαμά! Λέει η γιαγιά να κατεβείς, το ζύμωσε το φύλλο για τις τσιμπητές τυρόπιτες, πήγαινε, λέει να τσιμπάς εσύ. που σε έμαθαν καλά οι Σκλαβοχωριανές, γιατί η γιαγιά αργεί στο τσίμπημα, θα κάνει και η θεία τα σκεπαστάκια της, κι εγώ θα σου ετοιμάζω τα στρογγυλά τα φυλλαράκια, θα στα κόβω με ένα ποτήρι, όσο θα τσιμπάς εσύ με την οδοντογλυφίδα, άντε, καλέ μαμά!, γιατί αργείς, κατέβαινε!». Λάμπει το προσωπάκι της, φεγγοβολούν τα καστανά, τα όμορφά της μάτια, στα μάγουλά της κελαηδάει η χαρά της παιδικότητα, κι η αγαλλίαση, που βρήκε πάλι φέτος την πιο αγαπημένη αγκαλιά, εκείνη των παππούδων…

«Τελειώνετε, βγοδώντε!», φωνάζουνε πειρακτικά οι άντρες του σπιτιού, πίνοντας το ρακάκι τους συντροφεμένα, τρώγοντας τα σταφιδοστράγαλα και τα αποξηραμένα, παστελάτα σύκα, που έφτιαξαν της μάνας μου τα ευλογημένα χέρια. «Ακόμα να τελειώστε με τις τσιμπητές; Θα στείλετε και φέτος σ’ όλους τους δικούς μας, στην Αθήνα; Σωστά… Πώς γίνεται χωρίς πασχαλινή, γλυκιά τυρόπιτα να καταλάβουν Πάσχα οι Ντηνιακοί; Όλη η αυλή μας μοσχοβόλησε! Γεια στα χεράκια σας, λοιπόν!», παίρνουμε το παράσημο απ’ τον καλό μας τον πατέρα.

Να κι ο μικρός μου γιος στο σκηνικό. « Μάνα! Πάω με τον Τάκη στα Καλάμια, να δούμε από κοντά τον Επιτάφιο του Αγίου Νικολάου, που τον βάζουν μέσα στη θάλασσα. Να δεις, μαμά», μού περιγράφει, λες και δεν τα ξέρω, «να δεις που μπαίνει μέσα στο νερό κι ο ιερέας, σηκώνουνε ψηλά τον Επιτάφιο και κάνουν προσευχή για αυτούς που χάθηκαν στη θάλασσα, να δεις από κοντά, απέναντι, στον βράχο μες στη θάλασσα, που θα ανάψουνε πάλι τους τρεις Σταυρούς να φέγγουν, και τι ωραία που είναι, μάνα, τα μικρά βαρκάκια και τα καΐκια γύρω-γύρω, και χαμός κόσμος μαμά, όχι, καλέ, δε θα ανεβώ στα βράχια, μα τι φοβάσαι, μη γλιστρήσω, τι είμαι, μωρό;», θυμώνει ο δωδεκάχρονος μικρός μου και γίνεται καπνός, μαζί με τα ξαδέρφια του, φεύγοντας από την Εξέδρα, στην παραλία, όπου έχουνε συγκεντρωθεί όλοι οι Επιτάφιοι της πόλης, ο ένας πιο ωραία στολισμένος απ’ τον άλλον. Μαγεία…

Κι έχουνε ήδη προμηθευτεί οι πιτσιρίκοι τα δυναμιτάκια τους. Το βράδυ, στην Ανάσταση, καθώς θα ψέλνει ο παππούς τους το «Χριστός Ανέστη» στην αυλή της εκκλησιάς κι όλοι, γνωστοί και ξένοι, θα αγκαλιαζόμαστε με αγάπη, ετούτα τα μικρά θα τρέπουν σε φυγή τον Άδη, με τις τριμπονιές τους. Και στην Αγια- Βαρβάρα, που θα ψήσουμε την άλλη μέρα το αρνί, θα τρέχουν τα μικρά μας να τσιμπολογήσουν τις λαχταριστές πετσούλες, με μάρτυρες τις μαργαρίτες, τις βιολέτες, και τα καντηλάκια του αγρού στο πανηγύρι της καρδιάς τους. Και με τον ήλιο και τη θάλασσα τη γαλανή να πίνουνε κρασάκι συντροφιά μας.

Αχ… πώς περνάει έτσι ο καιρός, πότε μεγάλωσαν και γίναν τα μικρά μας έφηβοι; Δευτέρα της Λαμπρής, στην Καρδιανή. Έχει ο Σύλλογος τραπέζι «Της Αγάπης», με καλεσμένο όλο τον κόσμο. Και δεν είναι  μονάχα  ετούτο το χωριό που τραπεζώνει κόσμο, τέτοια μέρα…

Είμαστε  εκεί όλοι μαζί, τρώμε και πίνουμε, χορεύουμε και τραγουδάμε.

«Έλα, κάτω στον Πύργο, κάτω στον πλάτανο,
με πότισε φαρμάκι ένα μελαχρινό,
 ω, Παναγιά απ’ την Τήνο, δεν ξέρω τι θα γίνω,
μου ‘καψε την καρδιά μου, μα καίγεται και κείνο…»

Τραγουδά ο βιολιτζής, το δοξάρι του φλογίζει τα κορμιά και τις καρδιές, τα χέρια αγκαλιάζονται στους κυκλικούς χορούς, άλκιμα μέλη ποδοπατούν τον θάνατο και τον συντρίβουν, δοξάζουν τη ζωή, τρανώνουνε τα νιάτα και τη δύναμή τους.

Απλώνεται μπροστά στα μάτια καταπράσινη η ρεματιά της Καρδιανής και στραφταλίζει η θάλασσα, περήφανη, στο βάθος. Το πράσινο, το γαλανό και το λευκό, τριπλή παλέτα άφθαστου ζωγράφου…

… Είναι τρεις μέρες τώρα, που σταματάω  κάτω από κείνο το μπαλκόνι με τις πολύχρωμες μαντιές. «Τι θέλετε, κυρία μου, επιτέλους;», μου φωνάζει αγριεμένα σήμερα μια γυναίκα, που έχει βγει στο μπαλκόνι και με βλέπει να το κοιτάζω σταματημένη στη μέση του δρόμου. «Γιατί στέκεστε και κοιτάτε τόση ώρα το μπαλκόνι μου, συμβαίνει κάτι;»

Τι να της πω, πώς να της εξηγήσω; Μαζεύω τις σακούλες με τα ψώνια μου από το πεζοδρόμιο, ψελλίζω μια συγνώμη που δεν την ακούω ούτε εγώ η ίδια και αναχωρώ. Σηκώνω το ένα χέρι μου με δυσκολία. Βλέπεις, κουβαλάω βάρος… Σκουπίζω μια προδότρα σταγονίτσα που κυλάει στο μάγουλο και φτάνει ως τη μάσκα, που με πνίγει. Ψάχνω απ’ το πρωί πεισματικά στα ανθοπωλεία να βρω μαντιές. «Ποιο λουλούδι εννοείτε;», ρωτά ο ανθοπώλης κι εγώ πηγαίνω στον επόμενο. Σαν τη ζωή την ίδια, που πηγαίνει στο επόμενο επίπεδο, χωρίς να λογαριάζει τις επιθυμίες μας, χωρίς να υπολογίζει ποιους και τι δε θέλαμε ποτέ να αποχωριστούμε… Ίσως αυτή να είναι και σοφότερη από μας. Ποιος ξέρει ποια είναι τα δώρα που μας έχει φυλαγμένα.. Μα απαιτεί να υπομονεύουμε.

Ακούω τώρα να καλεί το κινητό μου. Είναι τα παιδιά. Έρχονται με το ΚΤΕΛ, απ’ τη μεγάλη τη χοάνη που καταπίνει τους πολλούς. Σταμάτησαν απ’ τις δουλειές τους λίγες μέρες, για το Πάσχα.

Τα μικρά μου… Που μεγάλωσαν πολύ. Και που έμειναν παιδιά. Παιδιά που με ρωτούν για πολλοστή φορά, σα να μην ξέρουν κιόλας την απάντηση: «Και είσαι σίγουρη, μάνα, πως δε γίνεται με τίποτα  πάλι φέτος να πάμε στην Τήνο μας; Τι κρίμα! Δεύτερο Πάσχα χωρίς τηνιακή Πασχαλιά, δε λέει! Μα πότε επιτέλους θα ξανάρθει εκείνο, το δικό μας Πάσχα;»

Ακολουθήστε το Tinos Today στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις τελευταίες & σημαντικές ειδήσεις της Τήνου

Newsletter

Τηνιακές Πασχαλιές … της Ευαγγελίας Μινάρδου – Αδάμου

Eνα μπαλκόνι κάπου κοντά στη γειτονιά μου, εδώ, στην πόλη όπου ζω, είναι τρεις μέρες τώρα που δαγκώνει την καρδιά μου. Γεμάτο γλάστρες με πολύχρωμες μαντιές. Ρόδινες, μωβ, λευκές, πιτσιλωτές, που ξεγελούν τα κάγκελα και αποδρούν ελεύθερες, να συναντήσουν τους περαστικούς.

www.literature.gr

Όμως εγώ, πώς γίνεται φέτος να αποδράσω; Έγκλειστη… Αλλά, ετούτες οι πανέμορφες μαντιές βρίσκουν μια χαραμάδα, και με βγάζουν σε ταξίδι…

Τήνος, Σκλαβοχωριό. Πατρίδα. Περνούν οι γυναίκες, στην αίθουσα της Αγια-Τριάδας, τα άνθη από τις μαντιές σε κλωστή, τις φτιάχνουν λουλουδένια αλυσίδα, στολίζουν τον λιτό μας Επιτάφιο. Πολύχρωμες μαντιές, γαρίφαλα, χρυσάνθεμα, κρίνοι λευκοί. Όλα τα άνθη προσκυνούν το κάλλος της μορφής Του, που έχει δύσει. Λάμπει το εκκλησάκι του μικρού χωριού, κι ο Γύζης, που εδώ βύζαξε το πρώτο  γάλα, το ευλογεί με τον χρωστήρα του, απ’ την αιωνιότητα. Κι οι δυο μου οι γονείς, μαζί του…

Είναι πανέμορφο ετούτο το μικρό χωριό, με τα στενά ασβεστωμένα, πεντακάθαρα σοκάκια, με τις λουλουδιαστές αυλές, απ’ όπου το λιβανωτό σκορπά την ευωδιά του και συνοδεύει με κατάνυξη του Επιταφίου την πομπή, που κατευθύνεται προς την πλατεία, στο Πηγάδι. Μορφές οικείες, αγαπημένες, οι χωριανοί, οι φίλοι, υμνολογούν το τέκνο το γλυκύτατο της Μεγαλόχαρης, την πιο γλυκιά Της άνοιξη. Και η τηνιακή γη δοξάζει με τις ζωογόνες ευωδιές τής λεμονιάς το Πάσχα του λαού της.

Και να, η εννιάχρονη κορούλα μου. Μεγάλη Τρίτη. Ανεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες του σπιτιού στην Τήνο και πριν προλάβει καν να ανοίξει την εξώπορτα, φωνάζει «Μαμά! Λέει η γιαγιά να κατεβείς, το ζύμωσε το φύλλο για τις τσιμπητές τυρόπιτες, πήγαινε, λέει να τσιμπάς εσύ. που σε έμαθαν καλά οι Σκλαβοχωριανές, γιατί η γιαγιά αργεί στο τσίμπημα, θα κάνει και η θεία τα σκεπαστάκια της, κι εγώ θα σου ετοιμάζω τα στρογγυλά τα φυλλαράκια, θα στα κόβω με ένα ποτήρι, όσο θα τσιμπάς εσύ με την οδοντογλυφίδα, άντε, καλέ μαμά!, γιατί αργείς, κατέβαινε!». Λάμπει το προσωπάκι της, φεγγοβολούν τα καστανά, τα όμορφά της μάτια, στα μάγουλά της κελαηδάει η χαρά της παιδικότητα, κι η αγαλλίαση, που βρήκε πάλι φέτος την πιο αγαπημένη αγκαλιά, εκείνη των παππούδων…

«Τελειώνετε, βγοδώντε!», φωνάζουνε πειρακτικά οι άντρες του σπιτιού, πίνοντας το ρακάκι τους συντροφεμένα, τρώγοντας τα σταφιδοστράγαλα και τα αποξηραμένα, παστελάτα σύκα, που έφτιαξαν της μάνας μου τα ευλογημένα χέρια. «Ακόμα να τελειώστε με τις τσιμπητές; Θα στείλετε και φέτος σ’ όλους τους δικούς μας, στην Αθήνα; Σωστά… Πώς γίνεται χωρίς πασχαλινή, γλυκιά τυρόπιτα να καταλάβουν Πάσχα οι Ντηνιακοί; Όλη η αυλή μας μοσχοβόλησε! Γεια στα χεράκια σας, λοιπόν!», παίρνουμε το παράσημο απ’ τον καλό μας τον πατέρα.

Να κι ο μικρός μου γιος στο σκηνικό. « Μάνα! Πάω με τον Τάκη στα Καλάμια, να δούμε από κοντά τον Επιτάφιο του Αγίου Νικολάου, που τον βάζουν μέσα στη θάλασσα. Να δεις, μαμά», μού περιγράφει, λες και δεν τα ξέρω, «να δεις που μπαίνει μέσα στο νερό κι ο ιερέας, σηκώνουνε ψηλά τον Επιτάφιο και κάνουν προσευχή για αυτούς που χάθηκαν στη θάλασσα, να δεις από κοντά, απέναντι, στον βράχο μες στη θάλασσα, που θα ανάψουνε πάλι τους τρεις Σταυρούς να φέγγουν, και τι ωραία που είναι, μάνα, τα μικρά βαρκάκια και τα καΐκια γύρω-γύρω, και χαμός κόσμος μαμά, όχι, καλέ, δε θα ανεβώ στα βράχια, μα τι φοβάσαι, μη γλιστρήσω, τι είμαι, μωρό;», θυμώνει ο δωδεκάχρονος μικρός μου και γίνεται καπνός, μαζί με τα ξαδέρφια του, φεύγοντας από την Εξέδρα, στην παραλία, όπου έχουνε συγκεντρωθεί όλοι οι Επιτάφιοι της πόλης, ο ένας πιο ωραία στολισμένος απ’ τον άλλον. Μαγεία…

Κι έχουνε ήδη προμηθευτεί οι πιτσιρίκοι τα δυναμιτάκια τους. Το βράδυ, στην Ανάσταση, καθώς θα ψέλνει ο παππούς τους το «Χριστός Ανέστη» στην αυλή της εκκλησιάς κι όλοι, γνωστοί και ξένοι, θα αγκαλιαζόμαστε με αγάπη, ετούτα τα μικρά θα τρέπουν σε φυγή τον Άδη, με τις τριμπονιές τους. Και στην Αγια- Βαρβάρα, που θα ψήσουμε την άλλη μέρα το αρνί, θα τρέχουν τα μικρά μας να τσιμπολογήσουν τις λαχταριστές πετσούλες, με μάρτυρες τις μαργαρίτες, τις βιολέτες, και τα καντηλάκια του αγρού στο πανηγύρι της καρδιάς τους. Και με τον ήλιο και τη θάλασσα τη γαλανή να πίνουνε κρασάκι συντροφιά μας.

Αχ… πώς περνάει έτσι ο καιρός, πότε μεγάλωσαν και γίναν τα μικρά μας έφηβοι; Δευτέρα της Λαμπρής, στην Καρδιανή. Έχει ο Σύλλογος τραπέζι «Της Αγάπης», με καλεσμένο όλο τον κόσμο. Και δεν είναι  μονάχα  ετούτο το χωριό που τραπεζώνει κόσμο, τέτοια μέρα…

Είμαστε  εκεί όλοι μαζί, τρώμε και πίνουμε, χορεύουμε και τραγουδάμε.

«Έλα, κάτω στον Πύργο, κάτω στον πλάτανο,
με πότισε φαρμάκι ένα μελαχρινό,
 ω, Παναγιά απ’ την Τήνο, δεν ξέρω τι θα γίνω,
μου ‘καψε την καρδιά μου, μα καίγεται και κείνο…»

Τραγουδά ο βιολιτζής, το δοξάρι του φλογίζει τα κορμιά και τις καρδιές, τα χέρια αγκαλιάζονται στους κυκλικούς χορούς, άλκιμα μέλη ποδοπατούν τον θάνατο και τον συντρίβουν, δοξάζουν τη ζωή, τρανώνουνε τα νιάτα και τη δύναμή τους.

Απλώνεται μπροστά στα μάτια καταπράσινη η ρεματιά της Καρδιανής και στραφταλίζει η θάλασσα, περήφανη, στο βάθος. Το πράσινο, το γαλανό και το λευκό, τριπλή παλέτα άφθαστου ζωγράφου…

… Είναι τρεις μέρες τώρα, που σταματάω  κάτω από κείνο το μπαλκόνι με τις πολύχρωμες μαντιές. «Τι θέλετε, κυρία μου, επιτέλους;», μου φωνάζει αγριεμένα σήμερα μια γυναίκα, που έχει βγει στο μπαλκόνι και με βλέπει να το κοιτάζω σταματημένη στη μέση του δρόμου. «Γιατί στέκεστε και κοιτάτε τόση ώρα το μπαλκόνι μου, συμβαίνει κάτι;»

Τι να της πω, πώς να της εξηγήσω; Μαζεύω τις σακούλες με τα ψώνια μου από το πεζοδρόμιο, ψελλίζω μια συγνώμη που δεν την ακούω ούτε εγώ η ίδια και αναχωρώ. Σηκώνω το ένα χέρι μου με δυσκολία. Βλέπεις, κουβαλάω βάρος… Σκουπίζω μια προδότρα σταγονίτσα που κυλάει στο μάγουλο και φτάνει ως τη μάσκα, που με πνίγει. Ψάχνω απ’ το πρωί πεισματικά στα ανθοπωλεία να βρω μαντιές. «Ποιο λουλούδι εννοείτε;», ρωτά ο ανθοπώλης κι εγώ πηγαίνω στον επόμενο. Σαν τη ζωή την ίδια, που πηγαίνει στο επόμενο επίπεδο, χωρίς να λογαριάζει τις επιθυμίες μας, χωρίς να υπολογίζει ποιους και τι δε θέλαμε ποτέ να αποχωριστούμε… Ίσως αυτή να είναι και σοφότερη από μας. Ποιος ξέρει ποια είναι τα δώρα που μας έχει φυλαγμένα.. Μα απαιτεί να υπομονεύουμε.

Ακούω τώρα να καλεί το κινητό μου. Είναι τα παιδιά. Έρχονται με το ΚΤΕΛ, απ’ τη μεγάλη τη χοάνη που καταπίνει τους πολλούς. Σταμάτησαν απ’ τις δουλειές τους λίγες μέρες, για το Πάσχα.

Τα μικρά μου… Που μεγάλωσαν πολύ. Και που έμειναν παιδιά. Παιδιά που με ρωτούν για πολλοστή φορά, σα να μην ξέρουν κιόλας την απάντηση: «Και είσαι σίγουρη, μάνα, πως δε γίνεται με τίποτα  πάλι φέτος να πάμε στην Τήνο μας; Τι κρίμα! Δεύτερο Πάσχα χωρίς τηνιακή Πασχαλιά, δε λέει! Μα πότε επιτέλους θα ξανάρθει εκείνο, το δικό μας Πάσχα;»

Ακολουθήστε το Tinos Today στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις τελευταίες & σημαντικές ειδήσεις της Τήνου