Η Τήνος άλλοτε και τώρα. Εντυπώσεις από ένα προσκύνημα του 1934

Η εορτή της Μεγαλόχαρης, μεγάλη γιορτή για τον τόπο μας, μας φέρνει και φέτος κοντά της –ιδιαίτερα αυτές τις τόσο παράξενες μέρες. Πέρα από αναμνήσεις, ας αντλήσουμε και δύναμη από τη Θεία Χάρη της.

www.protothema.gr

«Αι αναμνήσεις μου από την Παναγίαν της Τήνου είνε πολλαί. Αι πλέον δε χαρακτηριστικαί ανήκουν εις μίαν εποχήν, κατά την οποίαν η Τήνος δεν είχε γίνει ακόμη κέντρον παραθερισμού. Ήτο ένα από τα λευκά νησιά του Αρχιπελάγους, εις το οποίον ο επισκέπτης έπρεπε να ζητήση πολλά άλλα πράγματα εκτός της συγχρονισμένης ανέσεως.

Τα ξενοδοχεία που υπήρχον προ είκοσι χρόνων εις την Τήνον ήσαν μετριώταται κατοικίαι με εστιατόριον μετριωτάτης επίσης αποδόσεως, αν επρόκειτο κανείς να ζητήση το περίπλοκον εδεσματολόγιον μοντέρνου εστιατορίου.

Ωρισμένα όμως πράγματα, το μικρόν και παλαιόν εκείνο ξενοδοχείον του Γιαννούλη τα επρομήθευε με εξαιρετικήν ειλικρίνειαν. Τα αυγά, τα κοτόπουλα, τα πιτσούνια και τα ψάρια ήσαν μοναδικής φρεσκότητος και αφαντάστου νοστιμιάς. Και οι ξένοι, όσοι μετά περισσοτέρας της μιάς επισκέψεις είχον μυηθή εις τα μυστήρια του νησιού, εις αυτά τα φαγητά περιωρίζοντο, χωρίς διόλου να σηκώνωνται μετανοημένοι. Αλλά τα φρούτα του νησιού, ωρισμένα ιδίως φρούτα, συνεπλήρωναν το είδος αυτό της απολαύσεως. Τα μούρα της Τήνου είνε αφθάστου γλυκύτητος και τα σύκα της περίφημα.

Σιγά-σιγά το νησί από αποκλειστική γη της Μεγαλόχαρης έγινε ένα από τα πλέον συχναζόμενα κέντρα παραθερισμού. Μεγάλα ξενοδοχεία, εστιατόρια, καφενεία και κόσμος που δίδει μίαν όψιν κυανής ακτής εις την παραλίαν της. Και τον περισσότερον καιρόν του καλοκαιριού η Μεγαλόχαρη δεν βλέπει πιά τους αραιούς εκείνους προσκυνητάς που έφθαναν από τα πέρατα της χώρας, αλλά συλφίδες και γυμνά φρούτα του καιρού να περιφέρουν τας καλλονάς των εις τα φυστόνια των ακρογιαλιών της.

Αν το πράγμα εσταματούσε εδώ, ίσως θα ήτο χωρίς σπουδαίαν σημασίαν. Όσοι όμως εγνώρισαν την Τήνον προ είκοσι και εικοσιπέντε χρόνων, και είχαν την ευκαιρίαν να την ξαναδούν και τώρα, θα διαπιστώσουν ότι το πράγμα δεν σταματά εκεί, αλλ’΄ότι έχει συντελεσθή μία αλλαγή εις την ατμόσφαιραν.

Η Μεγαλόχαρη μόνη της, τριγυρισμένη μάλιστα από την χυδαίαν αναίδειαν της πλαζ, είνε φαινόμενον μα την αλήθειαν ασύλληπτον. Η Μεγαλόχαρη ήτο ένα μυστήριον αφθάστου γραφικότητος όταν επλαισιώνετο από όλα εκείνα τα παληά στοιχεία που συνέθεταν την θρησκευτικήν της ατμόσφαιραν. Εις όλους τους δρόμους και τα σοκάκια της παληάς Τήνου ήτο έκδηλος η σφραγίς της.
Πρώτα-πρώτα έλειψεν ένα στοιχείον που μόνον εις το Άγιον Όρος και στην παληά Τήνο συναντούσε ο ταξιδευτής. Ο λαϊκός αγιογράφος.

Δεν ήτο τύπος επαγγελματικός αυτός, αλλά στοιχείον μιάς παραδόσεως. Ήτο ένα παράδοξον κράμα θαλασσινού, μοναχού και ζωγράφου. Καμμία από τας τρεις αυτάς ιδιότητας δεν ευρίσκεται εις ουσιαστικήν αντίθεσιν με τας άλλας. Η θάλασσα είνε αναμφιβόλως ένα σχολείον ασκητισμού, η θάλασσα όμως των θαλασσινών και όχι των νεραϊδοπαρμένων σαχλοθηλέων που την μεταχειρίζονται ως μέσον επιδείξεως και καταδιώξεως των αρρένων.

Πολλοί μοναχοί της Τήνου ήσαν πρώην θαλασσινοί και αφού εφοιτούσαν εις ένα γέροντα αγιογράφον, έπιαναν μόνοι τους ένα καμαράκι και αυτά τα τρία ή τέσσαρα τετραγωνικά ήσαν το κελί των, το εργαστήρι των, το διάστημα μέσα εις το οποίον περιέφεραν τα βήματα της ζωής των.

Και εζωγράφιζαν ωραίες Παναγίες σε μικρά ξύλα, με το λαϊκώτερον τρόπον, αλλά και μέσα σε θαλασσινά όστρακα, σε καβούρια, αχιβάδες και όπου αλλού το πινέλο των ημπορούσε ν΄αποθέση χρώμα. Και ήσαν πολλοί αυτοί, με γένεια, συχνά με ράσο και εζούσαν μεταξύ νηστείας, προσευχής και των εικόνων που εζωγράφιζαν. Σήμερον δεν τους βλέπει πιά κανείς.

Και άλλαι ακόμη βιοτεχνίαι πλεκτών έχουν χάσει την παλαιάν εκείνην ακμήν τους και από όλην αυτήν την ωραίαν παράδοσιν δεν απομένουν παρά ισχνότατα υπολείμματα, που δεν είνε ικανά να συνθέσουν το πλαίσιον που εστόλιζεν άλλοτε την Χάρη της.

Να είνε πρόοδος αυτό, να είνε οπισθοδρόμησις; Δεν είμαι εις θέσιν να κρίνω. Διαπιστώνω απλώς το φαινόμενον και εκφράζω μίαν νοσταλγίαν».
(¨ΕΣΤΙΑ¨,1934, Κ. Μπαστιάς)

Ο ευαίσθητος και παρατηρητικός δημοσιογράφος διακρίνει σοβαρές αλλαγές όταν συγκρίνει την προ του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου εποχή με το 1934. Είναι οι αλλαγές που συνοδεύουν σχεδόν πάντα την οικονομική πρόοδο και ευημερία σε συνδυασμό –όπως στην περίπτωσή μας- με την, έστω και πρωτόγονη, ανάπτυξη του τουριστικού φαινομένου. Μη ξεχνάμε ότι ακόμη και σήμερα η νουθεσία του Παγκοσμίου Οργανισμού Τουρισμού προς τους Εθνικούς Οργανισμούς Τουρισμού είναι να προσέξουν σαν τα μάτια τους την ΑΕΙΦΟΡΟ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ. Δηλαδή την ισορροπημένη-λελογισμένη ανάπτυξη, που δεν πρέπει να ξεχνά ποτέ το περιβάλλον και τον πολιτισμό κάθε τόπου!

Αλλά το θέμα ΤΗΝΟΣ είναι αρκετά μεγάλο, γι΄αυτό και θα επανέλθουμε και την επόμενη εβδομάδα.

Θωμάς Σιταράς, Συγγραφέας-Αθηναιογράφος, FB: Σιταράς Θωμάς

Από τις εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ κυκλοφορούν τα βιβλία του ¨Ξεφυλλίζοντας παλιές εφημερίδες –Τα καλύτερα της Παλιάς Αθήνας¨ και ¨Καλό Βόλι –Οι κάλπες και τα τερτίπια μιας άλλης εποχής 1864-1940.

Ακολουθήστε το Tinos Today στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Newsletter

Η Τήνος άλλοτε και τώρα. Εντυπώσεις από ένα προσκύνημα του 1934

Η εορτή της Μεγαλόχαρης, μεγάλη γιορτή για τον τόπο μας, μας φέρνει και φέτος κοντά της –ιδιαίτερα αυτές τις τόσο παράξενες μέρες. Πέρα από αναμνήσεις, ας αντλήσουμε και δύναμη από τη Θεία Χάρη της.

www.protothema.gr

«Αι αναμνήσεις μου από την Παναγίαν της Τήνου είνε πολλαί. Αι πλέον δε χαρακτηριστικαί ανήκουν εις μίαν εποχήν, κατά την οποίαν η Τήνος δεν είχε γίνει ακόμη κέντρον παραθερισμού. Ήτο ένα από τα λευκά νησιά του Αρχιπελάγους, εις το οποίον ο επισκέπτης έπρεπε να ζητήση πολλά άλλα πράγματα εκτός της συγχρονισμένης ανέσεως.

Τα ξενοδοχεία που υπήρχον προ είκοσι χρόνων εις την Τήνον ήσαν μετριώταται κατοικίαι με εστιατόριον μετριωτάτης επίσης αποδόσεως, αν επρόκειτο κανείς να ζητήση το περίπλοκον εδεσματολόγιον μοντέρνου εστιατορίου.

Ωρισμένα όμως πράγματα, το μικρόν και παλαιόν εκείνο ξενοδοχείον του Γιαννούλη τα επρομήθευε με εξαιρετικήν ειλικρίνειαν. Τα αυγά, τα κοτόπουλα, τα πιτσούνια και τα ψάρια ήσαν μοναδικής φρεσκότητος και αφαντάστου νοστιμιάς. Και οι ξένοι, όσοι μετά περισσοτέρας της μιάς επισκέψεις είχον μυηθή εις τα μυστήρια του νησιού, εις αυτά τα φαγητά περιωρίζοντο, χωρίς διόλου να σηκώνωνται μετανοημένοι. Αλλά τα φρούτα του νησιού, ωρισμένα ιδίως φρούτα, συνεπλήρωναν το είδος αυτό της απολαύσεως. Τα μούρα της Τήνου είνε αφθάστου γλυκύτητος και τα σύκα της περίφημα.

Σιγά-σιγά το νησί από αποκλειστική γη της Μεγαλόχαρης έγινε ένα από τα πλέον συχναζόμενα κέντρα παραθερισμού. Μεγάλα ξενοδοχεία, εστιατόρια, καφενεία και κόσμος που δίδει μίαν όψιν κυανής ακτής εις την παραλίαν της. Και τον περισσότερον καιρόν του καλοκαιριού η Μεγαλόχαρη δεν βλέπει πιά τους αραιούς εκείνους προσκυνητάς που έφθαναν από τα πέρατα της χώρας, αλλά συλφίδες και γυμνά φρούτα του καιρού να περιφέρουν τας καλλονάς των εις τα φυστόνια των ακρογιαλιών της.

Αν το πράγμα εσταματούσε εδώ, ίσως θα ήτο χωρίς σπουδαίαν σημασίαν. Όσοι όμως εγνώρισαν την Τήνον προ είκοσι και εικοσιπέντε χρόνων, και είχαν την ευκαιρίαν να την ξαναδούν και τώρα, θα διαπιστώσουν ότι το πράγμα δεν σταματά εκεί, αλλ’΄ότι έχει συντελεσθή μία αλλαγή εις την ατμόσφαιραν.

Η Μεγαλόχαρη μόνη της, τριγυρισμένη μάλιστα από την χυδαίαν αναίδειαν της πλαζ, είνε φαινόμενον μα την αλήθειαν ασύλληπτον. Η Μεγαλόχαρη ήτο ένα μυστήριον αφθάστου γραφικότητος όταν επλαισιώνετο από όλα εκείνα τα παληά στοιχεία που συνέθεταν την θρησκευτικήν της ατμόσφαιραν. Εις όλους τους δρόμους και τα σοκάκια της παληάς Τήνου ήτο έκδηλος η σφραγίς της.
Πρώτα-πρώτα έλειψεν ένα στοιχείον που μόνον εις το Άγιον Όρος και στην παληά Τήνο συναντούσε ο ταξιδευτής. Ο λαϊκός αγιογράφος.

Δεν ήτο τύπος επαγγελματικός αυτός, αλλά στοιχείον μιάς παραδόσεως. Ήτο ένα παράδοξον κράμα θαλασσινού, μοναχού και ζωγράφου. Καμμία από τας τρεις αυτάς ιδιότητας δεν ευρίσκεται εις ουσιαστικήν αντίθεσιν με τας άλλας. Η θάλασσα είνε αναμφιβόλως ένα σχολείον ασκητισμού, η θάλασσα όμως των θαλασσινών και όχι των νεραϊδοπαρμένων σαχλοθηλέων που την μεταχειρίζονται ως μέσον επιδείξεως και καταδιώξεως των αρρένων.

Πολλοί μοναχοί της Τήνου ήσαν πρώην θαλασσινοί και αφού εφοιτούσαν εις ένα γέροντα αγιογράφον, έπιαναν μόνοι τους ένα καμαράκι και αυτά τα τρία ή τέσσαρα τετραγωνικά ήσαν το κελί των, το εργαστήρι των, το διάστημα μέσα εις το οποίον περιέφεραν τα βήματα της ζωής των.

Και εζωγράφιζαν ωραίες Παναγίες σε μικρά ξύλα, με το λαϊκώτερον τρόπον, αλλά και μέσα σε θαλασσινά όστρακα, σε καβούρια, αχιβάδες και όπου αλλού το πινέλο των ημπορούσε ν΄αποθέση χρώμα. Και ήσαν πολλοί αυτοί, με γένεια, συχνά με ράσο και εζούσαν μεταξύ νηστείας, προσευχής και των εικόνων που εζωγράφιζαν. Σήμερον δεν τους βλέπει πιά κανείς.

Και άλλαι ακόμη βιοτεχνίαι πλεκτών έχουν χάσει την παλαιάν εκείνην ακμήν τους και από όλην αυτήν την ωραίαν παράδοσιν δεν απομένουν παρά ισχνότατα υπολείμματα, που δεν είνε ικανά να συνθέσουν το πλαίσιον που εστόλιζεν άλλοτε την Χάρη της.

Να είνε πρόοδος αυτό, να είνε οπισθοδρόμησις; Δεν είμαι εις θέσιν να κρίνω. Διαπιστώνω απλώς το φαινόμενον και εκφράζω μίαν νοσταλγίαν».
(¨ΕΣΤΙΑ¨,1934, Κ. Μπαστιάς)

Ο ευαίσθητος και παρατηρητικός δημοσιογράφος διακρίνει σοβαρές αλλαγές όταν συγκρίνει την προ του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου εποχή με το 1934. Είναι οι αλλαγές που συνοδεύουν σχεδόν πάντα την οικονομική πρόοδο και ευημερία σε συνδυασμό –όπως στην περίπτωσή μας- με την, έστω και πρωτόγονη, ανάπτυξη του τουριστικού φαινομένου. Μη ξεχνάμε ότι ακόμη και σήμερα η νουθεσία του Παγκοσμίου Οργανισμού Τουρισμού προς τους Εθνικούς Οργανισμούς Τουρισμού είναι να προσέξουν σαν τα μάτια τους την ΑΕΙΦΟΡΟ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ. Δηλαδή την ισορροπημένη-λελογισμένη ανάπτυξη, που δεν πρέπει να ξεχνά ποτέ το περιβάλλον και τον πολιτισμό κάθε τόπου!

Αλλά το θέμα ΤΗΝΟΣ είναι αρκετά μεγάλο, γι΄αυτό και θα επανέλθουμε και την επόμενη εβδομάδα.

Θωμάς Σιταράς, Συγγραφέας-Αθηναιογράφος, FB: Σιταράς Θωμάς

Από τις εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ κυκλοφορούν τα βιβλία του ¨Ξεφυλλίζοντας παλιές εφημερίδες –Τα καλύτερα της Παλιάς Αθήνας¨ και ¨Καλό Βόλι –Οι κάλπες και τα τερτίπια μιας άλλης εποχής 1864-1940.

Ακολουθήστε το Tinos Today στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις